στάρπη
Смотреть что такое "στάρπη" в других словарях:
στάρπη — η, Ν βλ. στάλπη … Dictionary of Greek
στάλπη — και στάρπη, η, Ν το πηχτό γάλα προτού μετατραπεί σε χλωρό τυρί … Dictionary of Greek
τυρόπηγμα — το, ατος πηχτό γάλα πριν να μετατραπεί σε χλωρό τυρί, στάλπη, στάρπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)